- πυριφόρος
- -ον, Αβλ. πυρφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυριφόρον — πυριφόρος holding heat masc/fem acc sg πυριφόρος holding heat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριφόρων — πυριφόρος holding heat masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek